26.04.2024

Αθηναϊκά Νέα

Νέα από την Ελλάδα

Τι έχεις, Ελλάδα: φιστίκια από τη Γεωργία, φακές από τον Καναδά

Η Ελλάδα ξοδεύει περισσότερα από 4,5 δισ. ευρώ ετησίως για εισαγωγές τροφίμων και ποτών. Φιστίκια από τη Γεωργία, φακές από τον Καναδά, λεμόνια από την Αργεντινή, χυμός πορτοκαλιού από τη Βραζιλία,

πατάτες και σκόρδο από την Αίγυπτο, άνηθος από το Βέλγιο και ψάρια από την Ταϊλάνδη είναι μερικά μόνο από τα προϊόντα που καταλήγουν στα ράφια των ελληνικών παντοπωλείων και μετά στο τραπέζι μας.

Αν και η Ελλάδα μπορεί να είναι ένας από τους μεγαλύτερους προμηθευτές τροφίμων στην παγκόσμια αγορά λόγω των κλιματικών συνθηκών, ωστόσο ξοδεύει περισσότερα από 4,5 δισεκατομμύρια ευρώ ετησίως για εισαγωγές τροφίμων και ποτών από όλο τον κόσμο, αφού, όπως φαίνεται, δεν είναι σε θέση για να τα παρέχει στον πληθυσμό.τον απαιτούμενο όγκο.

Σημαντικό είναι ότι επτά στα δέκα κιλά βοείου κρέατος που μπαίνουν στις γλάστρες των ελληνίδων νοικοκυρών και τα 2/3 χοιρινού είναι εισαγόμενα, με κύριους προμηθευτές τις χώρες της ΕΕ-27.

Το 2020 εισήχθησαν στην Ελλάδα 380.289,2 τόνοι κρέατος όλων των τύπων (νωπό, κατεψυγμένο, μεταποιημένο), αξίας άνω του 1 δισ. ευρώ. Ανάλογη εικόνα παρατηρείται και στην αγορά των γαλακτοκομικών, η παραγωγή των οποίων είναι σε έλλειψη. Οι εισαγωγές αντιπροσωπεύουν πάνω από το 50% της κατανάλωσης (για γάλα και τυρί), καθώς και στην αγορά οσπρίων, όπου το 70% εισάγεται από χώρες της Ασίας.

Εξίσου αποκαλυπτικά είναι τα στοιχεία του ΙΟΒΕ, σύμφωνα με τα οποία οκτώ στα δέκα επεξεργασμένα τρόφιμα και ποτά που εισάγονται στην Ελλάδα προέρχονται από την Ευρωπαϊκή Ένωση και το 15% είναι από χώρες εκτός ΕΕ.

Η Αργεντινή κατατάσσεται στη 10η θέση μεταξύ των πρωταθλητών χωρών για τις εισαγωγές στην Ελλάδα, με τη Γερμανία να κατατάσσεται πρώτη με 15% του συνόλου και την Ολλανδία δεύτερη με 14%. Ακολουθούν η Ιταλία (10%), η Γαλλία (9%), η Βουλγαρία (6%), η Δανία (4%), το Βέλγιο (4%), η Πολωνία (4%) και η Αργεντινή (3%).

Αυξημένο κόστος και «ελληνοποίηση» εισαγόμενων προϊόντων
Ο καταλύτης για την κατάσταση είναι η συρρίκνωση του ζωικού κεφαλαίου και το αυξανόμενο κόστος, που ανάγκασαν τους μεταποιητές και τους εμπόρους να χρησιμοποιήσουν τις εισαγωγές για να καλύψουν τη ζήτηση. Οι εισαγωγές από τρίτες χώρες ήταν πιο βιώσιμες οικονομικά (!) Πριν από την πανδημία, αν και τα εισαγόμενα αγαθά έπρεπε να διανύσουν μεγάλες αποστάσεις για να φτάσουν στην ελληνική αγορά.

Μάλιστα, για ορισμένα είδη προϊόντων, όπως φρούτα και λαχανικά (πατάτες), κρέας (αρνιά) και γαλακτοκομικά προϊόντα (γάλα), η διαφορά τιμών μεταξύ αυτών που παράγονται στην Ελλάδα και εισαγόμενων προϊόντων ώθησε τους παραγωγούς να παραβιάσουν τη νομοθεσία: ορισμένα προϊόντα εισαγόμενο από το εξωτερικό, ξαφνικά, με κάποιον ανεξήγητο τρόπο, μετατράπηκε σε «φυσικά ελληνικό».

Ωστόσο, θα πρέπει να σημειωθεί ότι το ενδιαφέρον για τον αγροδιατροφικό τομέα στην Ελλάδα σημειώθηκε πρόσφατα λόγω της παροχής σημαντικής στήριξης και επενδύσεων, για παράδειγμα στον κτηνοτροφικό τομέα.

Αλίμονο, η ελληνική παραγωγή ακόμα δεν μπορεί να καλύψει τη γενική ζήτηση του πληθυσμού της χώρας για τρόφιμα.





Source link