28.03.2024

Αθηναϊκά Νέα

Νέα από την Ελλάδα

Κλήση αφύπνισης από τη ΓΣΕΕ: κατώτατος μισθός κάτω από το όριο της φτώχειας

Στην τελευταία έκθεση για το 2022, το ΙΝΕ ΓΣΕΕ εγείρει συναγερμό για μια σειρά ζητημάτων, μεταξύ των οποίων το χαμηλό επίπεδο του κατώτατου μισθού στην Ελλάδα, ενώ τονίζει επίσης ότι η προστασία των εργαζομένων στις συλλογικές συμβάσεις είναι πολύ περιορισμένη.

Ενδεικτικό είναι το γεγονός ότι, σύμφωνα με την οδηγία της Ευρωπαϊκής Επιτροπής, η Ελλάδα θα έπρεπε να αυξήσει το ποσοστό κάλυψης των συλλογικών συμβάσεων κατά 54,2 ποσοστιαίες μονάδες, αλλά στην πραγματικότητα δεν αγγίζει το 35%. Μεταξύ άλλων, το Ινστιτούτο Εργασίας σημειώνει ότι μετά την αύξηση του κατώτατου μισθού στη χώρα το 2022, η Ελλάδα έχει ανέβει στην 11η θέση από τη 16η, όπου ήταν το 2021. Αυτό είναι θετικό, αλλά ο κατώτατος μισθός στην Ελλάδα εξακολουθεί να είναι κάτω από ένα αξιοπρεπές βιοτικό επίπεδο. Ο λόγος είναι μια απότομη πτώση που σχετίζεται με την άνοδο των τιμών, επομένως το 2023 θα πρέπει να υπάρξει νέα και σημαντική αύξηση του κατώτατου μισθού.

Επισημαίνει επίσης ότι η προστασία των εργαζομένων στην Ελλάδα με συλλογικές συμβάσεις εργασίας είναι πολύ περιορισμένη. Τονίζεται ότι το δεύτερο τρίμηνο το ποσοστό απασχόλησης ήταν το δεύτερο χαμηλότερο σε ΕΕκαι η συμμετοχή των γυναικών στην αγορά εργασίας ήταν 22,1% χαμηλότερη από τον μέσο όρο της Ευρωζώνης.

Η ενδιάμεση έκθεση 2022 καταλήγει:

«Παρά τη συνεχιζόμενη ενεργειακή κρίση και την επιβράδυνση της αύξησης του παγκόσμιου ΑΕΠ, η ελληνική οικονομία φαίνεται ανθεκτική, διατηρώντας ισχυρή αύξηση του πραγματικού ΑΕΠ το πρώτο εξάμηνο του 2022 σε σύγκριση με τον μέσο όρο της ευρωζώνης (8% και 7,7% το πρώτο και το δεύτερο τρίμηνο για σύγκριση σε 5,5% και 4,3% κατά μέσο όρο για την ευρωζώνη, αντίστοιχα.) Ωστόσο, το 2023 είναι έτος μεγάλων προκλήσεων και αβεβαιότητας για την ελληνική οικονομία, η οποία δεν διαθέτει ισχυρούς ενδογενείς μηχανισμούς για να διατηρήσει τη δυναμική της.

  • Η κατανάλωση και οι εξαγωγές υπηρεσιών συνεχίζουν να είναι οι κύριοι καθοριστικοί παράγοντες της οικονομικής δραστηριότητας, καθώς αυξήθηκαν κατά 3,4 δισ. ευρώ και 3 δισ. ευρώ, αντίστοιχα, το δεύτερο τρίμηνο του 2022. Οι συνολικές επενδύσεις σε όλους τους τομείς της οικονομίας παραμένουν σχετικά σταθερές σε χαμηλό επίπεδο (12% του ΑΕΠ το 1 και 2ο τρίμηνο του 2022) και πολύ κάτω από τον μέσο όρο της ευρωζώνης (περίπου 10 ποσοστιαίες μονάδες του ΑΕΠ).
  • Επίσης ανησυχητικό είναι η συνεχιζόμενη αύξηση των εισαγωγών προϊόντων. Το δεύτερο τρίμηνο του 2022 αντιπροσώπευε το 44,4% του ΑΕΠ έναντι 34,3% του ΑΕΠ το ίδιο τρίμηνο του 2021. Αυτή η ανάπτυξη υπερβαίνει αυτή των εξαγωγών, αφήνοντας την Ελλάδα με εμπορικό έλλειμμα 6,6% του ΑΕΠ το δεύτερο τρίμηνο του 2022. Το εμπορικό έλλειμμα, σε συνδυασμό με την απαραίτητη δημοσιονομική προσαρμογή, επιδεινώνει τη βιωσιμότητα της ανάπτυξης και την οικονομική ευθραυστότητα.
  • Σε κλαδικό επίπεδο, ο τομέας του ενοποιημένου εμπορίου, των μεταφορών, της αποθήκευσης, των υπηρεσιών διαμονής και εστίασης είχε τη μεγαλύτερη συνεισφορά στην ακαθάριστη προστιθέμενη αξία της παραγωγής (ετήσια αύξηση περίπου 4 δισ. ευρώ το δεύτερο τρίμηνο του 2022). Περιορισμένη ανάπτυξη καταγράφηκε και στη μεταποίηση, αλλά η συμβολή της στην εγχώρια παραγωγή είναι περιορισμένη (5,5 ποσοστιαίες μονάδες του ΑΕΠ κάτω από τον μέσο όρο της ευρωζώνης). Η συμβολή των επαγγελματικών, επιστημονικών και τεχνικών δραστηριοτήτων ήταν εξίσου ασήμαντη. Τα στοιχεία αυτά δείχνουν την ανάγκη για βιομηχανική αναδιάρθρωση για τη βελτίωση της βιωσιμότητας της ανάπτυξης της χώρας μας.
  • Το δημοσιονομικό σύστημα της ελληνικής οικονομίας αντιμετωπίζει τους κραδασμούς που προκάλεσε η πανδημία και η πληθωριστική κρίση. Ωστόσο, σύμφωνα με όλες τις επίσημες εκτιμήσεις, το πρωτογενές ισοζύγιο της γενικής κυβέρνησης θα είναι πλεονασματικό το 2023.
  • Η σχετικά μεγάλη αύξηση των έμμεσων φόρων κατά τη διάρκεια της πληθωριστικής κρίσης διατήρησε το πρόβλημα της μη προοδευτικότητας του φορολογικού συστήματος της χώρας. Το πρώτο εξάμηνο του 2022, η Ελλάδα κατέλαβε την τρίτη θέση μεταξύ των κρατών μελών της ευρωζώνης ως προς την αναλογία των έμμεσων προς τους άμεσους φόρους, πίσω από τη Λετονία και την Πορτογαλία.
  • Ο αυξανόμενος πληθωρισμός φαίνεται ότι βελτίωσε τη χρηματοοικονομική θέση της κυβέρνησης επηρεάζοντας θετικά τη σχέση μεταξύ των πληρωμών τόκων της κυβέρνησης και του συνολικού εισοδήματός της από άμεσους φόρους, έμμεσους φόρους και κοινωνικές εισφορές. Ειδικότερα, την περίοδο από το 3ο τρίμηνο του 2021 έως το 2ο τρίμηνο του 2022, ο δείκτης αυτός στη χώρα μας διαμορφώθηκε στο 5,6%, έχοντας μειωθεί κατά 2 ποσοστιαίες μονάδες σε σχέση με την προπανδημική περίοδο. Ταυτόχρονα, ο πληθωρισμός συνέβαλε ιδίως στην επιβράδυνση της αύξησης του δείκτη του δημόσιου χρέους. Σύμφωνα με την Ευρωπαϊκή Επιτροπή, το δημόσιο χρέος ως ποσοστό του ΑΕΠ θα είναι 171,1% το 2022 (μείωση 23,4 ποσοστιαίων μονάδων από το προηγούμενο έτος) και 161,9% το 2023.
  • Ωστόσο, παρά τη βελτίωση αυτή, η δημοσιονομική θέση της κυβέρνησης αναμένεται να παραμείνει σχετικά ασταθής, δεδομένης, μεταξύ άλλων, της επιδείνωσης της αγοραστικής δύναμης των νοικοκυριών, της αύξησης των επιτοκίων λόγω της διεθνούς νομισματικής σύσφιξης και της γεωπολιτικής αστάθειας. Ο δείκτης φερεγγυότητας της κυβέρνησης εκτιμάται ότι θα παραμείνει υπερποντιακός το 2022, ασκώντας ανοδική πίεση στις χρηματοδοτικές ανάγκες και στο απόθεμα του δημόσιου χρέους. Τέλος, σύμφωνα με τις προβλέψεις της Ευρωπαϊκής Επιτροπής, η οικονομική κατάσταση της γενικής κυβέρνησης θα παραμείνει επισφαλής το 2023-2024 και ο δείκτης φερεγγυότητας θα είναι σε καθεστώς Ponzi.
  • Σε αυτό το πλαίσιο, η δημοσιονομική διαχείριση της πληθωριστικής κρίσης πρέπει να γίνει με σύνεση, δίνοντας προτεραιότητα σε μέτρα που υποστηρίζουν το διαθέσιμο εισόδημα των πιο ευάλωτων κοινωνικών ομάδων, αυξάνουν τις ροές ρευστότητας στην οικονομία και έχουν υψηλή επεκτατική επίδραση από άποψη εισοδήματος και ποιότητας. εργασία. Μια τόσο δύσκολη επιλογή αποτελεί και πρόκληση και αναγκαιότητα για τη διασφάλιση της φερεγγυότητας της χώρας μεσοπρόθεσμα και μακροπρόθεσμα, ιδιαίτερα στο πλαίσιο του επιδεινούμενου εξωτερικού περιβάλλοντος της οικονομίας.
  • Το πρώτο εξάμηνο του 2022, το ποσοστό απασχόλησης και το ποσοστό ανεργίας παρουσίασαν σημαντική βελτίωση σε σύγκριση με το 2021. Το δεύτερο τρίμηνο το ποσοστό απασχόλησης ήταν 60,5% και το ποσοστό ανεργίας στο 12,2%. Η αγορά εργασίας έχει ήδη ανακάμψει από το σοκ που προκάλεσε η πανδημική κρίση και δεν φαίνεται να επηρεάζεται αρνητικά από την τρέχουσα ενεργειακή κρίση και την έκρηξη του πληθωρισμού. Ωστόσο, τα δομικά του προβλήματα παραμένουν.
  • Η μεγαλύτερη αύξηση της απασχόλησης παρατηρείται στον κλάδο της στέγασης και της εστίασης και ακολουθεί το εμπόριο. Ουσιαστικά, ο ιδιωτικός τομέας δημιουργεί θέσεις εργασίας σε τομείς με χαμηλή προστιθέμενη αξία, χαμηλή παραγωγικότητα και χαμηλούς μισθούς. Η απασχόληση στον τριτογενή τομέα της οικονομίας έχει ανακάμψει στα επίπεδα του 2008, ενώ η απασχόληση στον δευτερογενή τομέα παραμένει 38% χαμηλότερη από το 2008. Υπήρξε σημαντική αύξηση στη μισή απασχόληση το δεύτερο τρίμηνο του 2021 και το πρώτο τρίμηνο του 2022, η οποία αντιστράφηκε το δεύτερο τρίμηνο του 2022. Το 50% των ημιαπασχολουμένων θα ήθελε να εργαστεί με πλήρες ωράριο αλλά δεν κατάφερε να βρει δουλειά πλήρους απασχόλησης. Ο κύριος όγκος της υποαπασχόλησης εμφανίζεται στην ηλικία των 30-44 ετών και ακολουθούν τα 45-64 έτη.

Το πλήρες κείμενο της έκθεσης βρίσκεται στη διεύθυνση “> σύνδεσμος (στα ελληνικα).



Source link