24.04.2024

Αθηναϊκά Νέα

Νέα από την Ελλάδα

Καστοριά: μετά από 73 χρόνια ερήμωσης το Γιαννοχώρι έχει μόνιμο κάτοικο

Η ατελείωτη ροή των αυτοκινήτων, οι κόρνες, ο θόρυβος του πλήθους και οι γρήγοροι ρυθμοί της καθημερινότητας στην πόλη, σύμφωνα με τον downshifter, μετέτρεψαν τη ζωή του σε έναν άνισο αγώνα επιβίωσης.

Και πήρε μια σημαντική απόφαση – «γύρισε» από την πολύβουη Θεσσαλονίκη και αποφάσισε να μετακομίσει σε ένα εγκαταλελειμμένο χωριό της Καστοριάς. Ο Νίκος Νικολαΐδης εργάζεται στο κέντρο της πόλης εδώ και δεκαετίες. Ωστόσο, η αγάπη για τη φύση και τη ζωή στην ύπαιθρο ήταν ένα απραγματοποίητο όνειρο, και κάποια στιγμή ώθησε να πάρει μια δύσκολη απόφαση. Γύρισε σελίδα της ζωής του, ζήτησε και πήρε μετάθεση στην Καστοριά και είναι πλέον ο μοναδικός μόνιμος κάτοικος του χωριού Γιαννοχώρι, που έχει εγκαταλειφθεί από το 1949.

«Η ζωή στη Θεσσαλονίκη μου έχει γίνει αφόρητη τα τελευταία χρόνια», λέει σε συνέντευξή του στο ΑΠΕ-ΜΠΕ ο Νίκος Νικολαΐδης και εξηγεί: «Αν συνυπολογίσουμε και το βάρος των μέτρων κατά του COVID-19 και των ποικιλιών του, καταλαβαίνετε πόσο η ποιότητα ζωής έχει πέσει. Το να κλειδώνομαι σε ένα διαμέρισμα δεν είναι επιλογή για μένα. Για αρκετά χρόνια, ό,τι κι αν έκανα κάθε μέρα, οι σκέψεις μου ήταν πώς να ξεφύγω από την πόλη στην επαρχία. Αφού έχασα τη γυναίκα μου πριν από δύο χρόνια, ήρθε η ώρα να πάρω την τελική απόφαση και να φύγω».

Γιαννοχώρι εγκαταλελειμμένο από το 1949

Το ζευγάρι ξεκίνησε να χτίζει ένα σπίτι δίπλα στο ποτάμι το 2009 στο χωριό Γιαννοχώρι του δήμου Νεστορίου (Καστοριά). Το χωριό, λέει, εγκαταλείφθηκε το 1949 από τους κατοίκους του καθώς μαινόταν ο εμφύλιος και από τότε κανείς τους δεν επέστρεψε.

Όταν το ζευγάρι είδε την περιοχή, γοητεύτηκε: «ήταν έρωτας με την πρώτη ματιά». Και αποφάσισαν να εγκατασταθούν εδώ. Αλίμονο, ο Νίκος έμεινε χήρος πριν από 2 χρόνια. Και τώρα μόνος του είναι κάτοικος του χωριού. Σύμφωνα με τον ίδιο, τώρα έχει κάνει μια νέα αρχή στη ζωή του. Μένει μόνος του σε όλο το χωριό! Δεν έχει στη διάθεσή του την αστική υποδομή που διευκολύνει τη ζωή – καταστήματα, τράπεζα, φαρμακεία, ταχυδρομείο. Φροντίζει όμως να έχει επαρκή προμήθεια σε είδη πρώτης ανάγκης, καθώς το κοντινότερο σημείο ανεφοδιασμού είναι το Νεστόριο που απέχει 21 χλμ.

«Η επικοινωνία είναι βασική ανάγκη και με τον όρο επικοινωνία εννοώ να υπάρχει καλό τηλεφωνικό σήμα και το Διαδίκτυο που χρειάζεται τώρα, γιατί δεν υπάρχει τηλεφωνική γραμμή (για σταθερό) στο χωριό. Το ότι είμαι μόνος μου στο χωριό δεν με ενοχλεί καθόλου (και δεν με ενοχλεί ακόμα). Γενικά οι κάτοικοι των γύρω χωριών είναι καλοί, φιλόξενοι, δεν θα φοβηθούν να τους αφήσουν στα σπίτια τους ή να τους κεράσουν καφέ» σημειώνει.

«Ούτε οι αρκούδες δεν μένουν εκεί»

«Όταν κάποιος πάει να ζήσει σε ένα χωριό που δεν έχει δει μόνιμο κάτοικο από το 1949, καταλαβαίνεις ότι αρχικά τον αντιμετωπίζουν με δυσπιστία… Σταμάτα να αστειεύεσαι ότι ζεις μόνιμα εκεί. Ούτε αρκούδες δεν μένουν εκεί», λέει ο Νίκος για το «αστείο» των γνωστών από ένα γειτονικό χωριό. Και μετά με ρωτούν: “Πώς το αποφάσισες;” Σε απάντηση, γελάω.

Οι κρατικές υπηρεσίες και οι ΔΕΚΟ Καστοριάς εξεπλάγησαν επίσης όταν τους είπα ότι μένω στο Γιαννοχώρι. «Πρώτα θα γελάσουν και μετά θα πουν: «Τώρα πες μου πού μένεις», λέει ο Νίκος. Ποια ήταν η έκπληξη της υπαλλήλου των ΕΛΤΑ του χωριού Νεστορίου όταν της είπα να παραδώσει την αλληλογραφία μου στο Γιαννοχώρι. Όπως και οι άλλες, γέλασε και μετά είπε: «Εντάξει, τώρα πραγματικά, πες μου πού νοικιάζεις για να παραδώσω την αλληλογραφία σου».

Η Θεσσαλονίκη, όπως εξομολογείται, είναι μια πόλη που αγάπησε πολύ, αφού ζει εκεί από το 1980. Δεν τον κράτησε όμως η πόλη, σπίτι-δουλειά, δουλειά-σπίτι. Η ζωή έχει γίνει ρουτίνα, έχασε τη γεύση της. «Νομίζω ότι έκανα το σωστό που άφησα την πόλη για την επαρχία, μακριά από τον κόσμο», λέει ο Νίκος.

«Η ζωή μου είναι απλά τέλεια τώρα»

Περιγράφοντας την καθημερινότητά του, λέει ότι έχει αλλάξει ριζικά, καθώς η ηρεμία, η φυσική ομορφιά και η αρμονία έχουν γίνει τα κύρια συστατικά που γεμίζουν την καθημερινότητά του.

“Το πρωί δουλεύω σε ένα γειτονικό χωριό, 21 χλμ από το σπίτι. Όταν επιστρέψω το μεσημέρι, θα ταΐσω τις γάτες (έχω δύο), θα φάω και μετά θα κάνω διάφορες δουλειές στο σπίτι ή στην αυλή. Οι δουλειές του σπιτιού είναι Δεν τελείωσα ποτέ. Όταν δεν δουλεύω “Παίρνω ένα σακίδιο, πηγαίνω στο δάσος το πρωί και επιστρέφω αργά το απόγευμα. Όταν δεν θέλω να κάνω τίποτα από όλα αυτά, το βιβλίο είναι ο καλύτερος σύντροφός μου. Η ζωή μου είναι πλέον απλό και όμορφο».

«Το ότι δεν είμαι κοντά στη φύση, αλλά μέσα σε αυτήν, είναι αυτό που με γοητεύει περισσότερο στη νέα μου ζωή», παραδέχεται ο Νίκος Νικολαΐδης. «Οι μόνοι ήχοι που ακούω είναι η ροή του νερού στο ποτάμι, το τραγούδι των πουλιών και το «κάλεσμα» των άγριων ζώων. Το πρωί θα φτιάξω καφέ και θα τον απολαύσω θαυμάζοντας την όμορφη θέα που ανοίγεται μπροστά μου. Όχι άλλα φανάρια και θυμωμένες φωνές. Η εργασία απέχει 21 χλμ από το σπίτι. Περπατώντας στο δρόμο, το μόνο που συναντώ είναι λαγοί, ζαρκάδια, αγριογούρουνα. Μερικές φορές, από μακριά, έβλεπα μια-δυο φορές αρκούδες», λέει ο Νίκος και από αυτόν φαίνεται ότι είναι απόλυτα χαρούμενος με όλη τη σημασία της λέξης.



Source link