20.04.2024

Αθηναϊκά Νέα

Νέα από την Ελλάδα

Μόλις ένα χρόνο αργότερα, τα συμπτώματα του κορωνοϊού εξαφανίζονται σε όσους έχουν αναρρώσει

Ο μακροχρόνιος COVID προκαλεί πολλά διαφορετικά συμπτώματα βλάβης στην αναπνευστική οδό, στην καρδιά και σε άλλα ζωτικά συστήματα του σώματος, βασανίζοντας ένα άτομο για τουλάχιστον έξι μήνες μετά από οξεία ασθένεια. Στο 23% των ασθενών με κορωνοϊό, τα συμπτώματα εξαφανίζονται τελικά μετά από ένα χρόνο.

Το αυξημένο άγχος που βιώνουν οι επιζώντες από την πτώση των Δίδυμων Πύργων στη Νέα Υόρκη και τον τυφώνα Κατρίνα προκαλεί τον κορονοϊό.

Συγκεκριμένα, οι ασθενείς που επέζησαν από τον κορονοϊό βιώνουν μετατραυματικό στρες στο 30% των περιπτώσεων, όπως και όσοι επέζησαν από τον τυφώνα Κατρίνα (20%).

Η μεγαλύτερη ανησυχία για όσους έχουν COVID-19 είναι όταν τα συμπτώματα επιμένουν ακόμη και μετά την ανάρρωσή τους. Σύμφωνα με διεθνείς μελέτες, ακόμη και μετά από ένα χρόνο, μόνο το 23% των ασθενών δεν παρουσίασαν συμπτώματα.

Αυτό τόνισε η λοιμωξιολόγος Ευτιμία Γιαννικιώτη, επιστημονική υπεύθυνη των ιατρείων COVID του Τζάνειου νοσοκομείου, η διευθύντρια της 4ης κλινικής ΕΣΥ του Αττικού νοσοκομείου.

Η ειδικός εξέφρασε την άποψή της κατά τη διάρκεια επιστημονικής εκδήλωσης που πραγματοποιήθηκε την προηγούμενη μέρα στο Ινστιτούτο Επιστημονικών Ερευνών

Για τη θεραπεία μιας μετα-COVID κατάστασης ή μακροχρόνιας COVID, είναι απαραίτητη η παρακολούθηση των ασθενών από γιατρούς διαφορετικών ειδικοτήτων προκειμένου να επιτευχθεί η μέγιστη δυνατή ανάρρωση, καθώς ανάλογα με τη βαρύτητα της νόσου υπάρχουν καταστάσεις που μπορούν να να αλλάξει ελαφρώς, ενώ άλλα συμπτώματα εξαφανίζονται μετά από έξι μήνες ή περισσότερο.

Προς αυτή την κατεύθυνση, τα νοσοκομεία άρχισαν να οργανώνουν κλινικές για τη θεραπεία του παρατεταμένου COVID. Το Ιπποκράτειο διαθέτει ήδη πολυιατρείο με πνευμονολόγους, ψυχιάτρους και καρδιολόγους και στο Τζάνειο Νοσοκομείο, η αντίστοιχη κλινική παρακολουθεί ασθενείς που έχουν αναρρώσει από κορωνοϊό, σε συνεργασία με το τμήμα επειγόντων περιστατικών και το κλινικό τμήμα COVID.

Ο καθηγητής Πνευμονολογίας Στυλιανός Λουκίδης, μιλώντας στην εκδήλωση, τόνισε ότι μετά την οξεία φάση της νόσου, ο έλεγχος είναι απαραίτητος για τις πρώτες 4-6 εβδομάδες, αν και αναπνευστικά προβλήματα εντοπίστηκαν ακόμη και 12 εβδομάδες μετά τη μόλυνση. Τόνισε επίσης την ανάγκη επανεξέτασης προκειμένου να αποφευχθούν επιπλοκές που μπορεί να οδηγήσουν σε αναπηρία λόγω πιθανής βλάβης (ίνωση) των πνευμόνων ή αγγειακής νόσου.

Από την πλευρά της, η Κριστίνα Χρυσοχού, προϊσταμένη του καρδιολογικού τμήματος του Ιπποκράτειου Νοσοκομείου, τόνισε την ανάγκη παρακολούθησης όσων έχουν αναρρώσει και ορισμού εξετάσεων όπως καρδιογράφημα και υπερηχογράφημα.

Οι ειδικοί σημείωσαν ότι δεν έχουν αναπτυχθεί ακόμη συγκεκριμένες συστάσεις για τη θεραπεία ασθενών με παρατεινόμενο COVID. Ειδικότερα, η κ. Γιαννιζιώτη επεσήμανε τα συνεχώς μεταβαλλόμενα δεδομένα για σωματικές και ψυχικές παραμέτρους που δυσκολεύουν την ταξινόμηση των συμπτωμάτων.

Ο ειδικός τόνισε ότι η εμφάνιση μακροχρόνιου COVID συνδέεται με δευτερογενή επίδραση του ιού στους ιστούς, που περιπλέκεται από τη μακροχρόνια φλεγμονή που προκαλεί. Ο ιός μεταβάλλει το μικροβίωμα του εντέρου, τα Τ- και Β-λεμφοκύτταρα, και επηρεάζει επίσης τον εγκέφαλο, προκαλώντας επιπλοκές από το κεντρικό νευρικό σύστημα.

Η παρατεταμένη ασθένεια μετά την οξεία φάση εμφανίζεται σε οποιαδήποτε ηλικία, ανεξάρτητα από τη βαρύτητα της νόσου. Είναι όμως πιο συχνό σε παχύσαρκες γυναίκες 50-70 ετών. Τα κύρια συμπτώματα είναι η δύσπνοια, η κόπωση και ο πονοκέφαλος. Επιπλέον, παρατηρείται στρες, κατάθλιψη, μετατραυματικές καταστάσεις, ταχυκαρδία, αρθρίτιδα και μυαλγία, σακχαρώδης διαβήτης, θυρεοειδίτιδα και στο 20% αλωπεκία (φαλάκρα).

Σύμφωνα με εισαγωγές στο Τζάνειο Νοσοκομείο, το 20% των ασθενών που νοσηλεύτηκαν επέστρεψαν στο νοσοκομείο εντός έξι μηνών, εκ των οποίων το 4,4% εισήχθη ξανά λόγω πυρετού, αρρυθμιών, πόνου στο στήθος ή πνευμονίας.

Σύμφωνα με μελέτη που δημοσιεύτηκε στην αρμόδια έκδοση Lancet, μέσα σε έξι μήνες από την έναρξη της νόσου, το 33% των ασθενών ανέπτυξαν νευροψυχιατρικές διαταραχές. Ενώ σε μια άλλη μελέτη που δημοσιεύτηκε στο περιοδικό Clinical Infectious Diseases, το 43,6% είχε νευρογνωστικές βλάβες 12 μήνες μετά την ασθένεια. Και μόνο το 22,9% των ασθενών δεν είχαν συμπτώματα.





Source link