20.04.2024

Αθηναϊκά Νέα

Νέα από την Ελλάδα

Εμπόδια που επιβραδύνουν την ανάπτυξη της Ελλάδας

Η Ευρωπαϊκή Επιτροπή επαίνεσε την ελληνική κυβέρνηση στο πλαίσιο της 10ης αξιολόγησης μετά το μνημόνιο για τα μέτρα καταπολέμησης του κοροναϊού και για τη συνέχιση των μεταρρυθμίσεων και πρότεινε να διαθέσει επιπλέον 748 εκατομμύρια ευρώ για μείωση του χρέους, αλλά ταυτόχρονα επεσήμανε τα προβλήματα που απειλούν το μέλλον της οικονομίας.

Στην έκθεσή της για τη διόρθωση των μακροοικονομικών ανισορροπιών στη χώρα, που συνοδεύει την αξιολόγηση μετά το μνημόνιο (υπάρχουν παρόμοιες εκτιμήσεις για όλες τις χώρες), η Επιτροπή σημείωσε – εκτός από το υψηλό δημόσιο χρέος, τα προβληματικά δάνεια και τα υψηλά ποσοστά ανεργίας – τρία βασικά προβλήματα που παρεμποδίζουν τις προοπτικές ανάπτυξης της χώρας: γήρανση του πληθυσμού, εκροή ειδικών (διαρροή εγκεφάλων) και υποτίμηση του παγίου κεφαλαίου μετά από πολλά χρόνια συνεχούς σημαντικού ελλείμματος επενδύσεων. Η έκθεση αναφέρει ότι μόνο το 2019, το επενδυτικό έλλειμμα ήταν 21,7 δισεκατομμύρια ευρώ.

«Οι ελληνικές αρχές συνέχισαν τη μεταρρυθμιστική ατζέντα τους παρά τις δύσκολες συνθήκες που θέτει το COVID-19, αλλά οι συσσωρευμένες ανισορροπίες θα απαιτήσουν περαιτέρω προσπάθειες τα επόμενα χρόνια», ανέφερε η επιτροπή. Η έκθεση αναφέρει ζητήματα που δεν έχουν αντιμετωπιστεί, όπως επενδυτικές δυσκολίες, συμπεριλαμβανομένης της έλλειψης επικοινωνίας μεταξύ κυβερνητικών υπηρεσιών, τονίζει ότι η ταχεία στρατηγική δεν απέδωσε τα αναμενόμενα αποτελέσματα και ότι μια νέα στρατηγική για τη διευκόλυνση του εμπορίου και τις άμεσες ξένες επενδύσεις δεν έχει ακόμη επιτευχθεί, υιοθετήθηκε και το σχέδιό του δείχνει έλλειψη στρατηγικού οράματος για την ανάπτυξη τομέων υψηλής απόδοσης και τη δημιουργία κινήτρων για ανάπτυξη, καινοτομία και εξωστρέφεια των επιχειρήσεων.

Ταυτόχρονα, η έκθεση αναφέρει ότι ο δυνητικός ρυθμός ανάπτυξης της Ελλάδας δεν είναι υψηλός. Χειρότερα, η επιτροπή προβλέπει επιβράδυνση της ανάπτυξης μετά από αναμενόμενη ανάκαμψη το 2022 (6%) σε 2,4% το 2023 και 1,7% το 2024. Ο μέσος ρυθμός ανάπτυξης θα είναι 2% έως το 2029 και στη συνέχεια θα μειωθεί στο 1,5%. Το ποσοστό αυτό πλησιάζει μακροπρόθεσμα τις προβλέψεις του ΔΝΤ για 1,4%. Με τη σειρά τους, οι χαμηλοί ρυθμοί ανάπτυξης επηρεάζουν αρνητικά το δημόσιο χρέος και την ικανότητα εξυπηρέτησής του. Η βασική ανάλυση της βιωσιμότητας του χρέους της Επιτροπής προβλέπει ένα πρωτογενές πλεόνασμα 2,2% έως το 2060 μόνο για την εξυπηρέτηση και τη διατήρηση του χρέους.

Ωστόσο, αυτά τα πρωτογενή πλεονάσματα είναι απλώς προβλέψεις προμηθειών, όχι προτάσεις ή συμφωνίες με την κυβέρνηση, όπως συνέβη μετά το στόχο του μνημονίου 3,5% του ΑΕΠ έως το 2022.

Το προσωπικό των οικονομικών ανυπομονεί να διαπραγματευτεί ένα νέο σύμφωνο σταθερότητας, το οποίο αναμένεται να ξεκινήσει το δεύτερο εξάμηνο του τρέχοντος έτους, αλλά δεν θα κλείσει μέχρι να ξεκαθαρίσει η κατάσταση στο πολιτικό τοπίο της Γερμανίας μετά τις εκλογές της χώρας τον Σεπτέμβριο.

Φυσικά, επισημαίνουν ότι το μετα-μνημόνιο συμφωνίας για το πρωτογενές πλεόνασμα του 3,5% του ΑΕΠ έως το 2022 είναι ήδη ξεπερασμένο, αλλά δεν είναι σαφές ποιοι κανόνες θα ισχύουν στο μέλλον. Η παρέμβαση του πρώην Γερμανού υπουργού Οικονομικών Wolfgang Schible στον κίνδυνο πανδημίας χρέους ήταν ένδειξη της έντασης των επικείμενων διαπραγματεύσεων, αν και οι αναλυτές σημείωσαν ότι ο κ. Schible είναι πλέον παρελθόν και δεν θα θέσει την ατζέντα για την Ευρώπη.

Ανησυχίες σχετικά με την αύξηση των τιμών

Εκτός από τα τρία «παλιά» προβλήματα, τη δημογραφική, τη διαρροή εγκεφάλων και το επενδυτικό κενό που αφέθηκαν από τα μνημόνια, προστέθηκαν δύο ακόμη που, σύμφωνα με το προσωπικό, πρέπει να αντιμετωπιστούν στο εγγύς μέλλον: αύξηση των τιμών και έλλειψη ειδικευμένου εργατικού δυναμικού.

Η αύξηση των παγκόσμιων τιμών, η οποία παρατηρήθηκε επίσης στην ελληνική αγορά τροφίμων και όχι μόνο, θεωρείται πιθανό πρόβλημα της αγοράς. Ωστόσο, το οικονομικό προσωπικό δεν σταματά ποτέ να ανησυχεί καθώς εξετάζει το μέγεθός του για να αποφασίσει εάν και τι είδους παρεμβάσεις θα χρειαστούν.

Οι ελλείψεις προσωπικού εντοπίστηκαν πρόσφατα στη βιομηχανία τροφοδοσίας με το άνοιγμα εστιατορίων, αλλά δεν σταματά εκεί. Σε μια πιο σοβαρή κλίμακα, επεκτείνονται στο εξειδικευμένο προσωπικό που απαιτούν οι εταιρείες υψηλής τεχνολογίας.

Η ελπίδα για επίλυση παλαιών και νέων προβλημάτων, τουλάχιστον μερικά από αυτά, βασίζεται στις επενδύσεις του Ταμείου Ανάκτησης. Η Επιτροπή, στην έκθεσή της, περιγράφει το εθνικό σχέδιο ανάκαμψης ως ένα φιλόδοξο βήμα και τονίζει, μεταξύ άλλων, την ανάγκη να το χρησιμοποιήσει για να εναρμονίσει την εκπαίδευση και την κατάρτιση με τις ανάγκες της ελληνικής αγοράς.

Σύμφωνα με έναν πίνακα που δημοσίευσε η Ελληνική Επιτροπή Προγράμματος Σταθερότητας, η ροή πόρων του Ταμείου Ανάκτησης προβάλλεται ως εξής:

1. Οι επιχορηγήσεις θα παρέχουν ποσά ίσο με 2,2% του ΑΕΠ φέτος, 1,5% του ΑΕΠ το 2022, 1,4% του ΑΕΠ το 2023 και 1,3% του ΑΕΠ το 2024, 2025 και 2026.

2. Τα δάνεια του ταμείου θα παρέχουν 1,4% του ΑΕΠ το 2021 και 2022, 1,1% του ΑΕΠ το 2023 και 2024, 1% του ΑΕΠ το 2025 και 0,5% του ΑΕΠ το 2026.





Source link